- τλητικός
- τλη-τικός, ή, όν,A patient, Ph.1.193; gloss on ταλαίπωρος, Sch.Ar.Pl.33: [comp] Comp., Ph.1.591: [comp] Sup., ib.664. Adv. -κῶς ib.543, al., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τλητικός — patient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικός — ή, όν, Α [τλητός] καρτερικός. επίρρ... τλητικῶς Α με υπομονή, καρτερικά … Dictionary of Greek
τλητικά — τλητικός patient neut nom/voc/acc pl τλητικά̱ , τλητικός patient fem nom/voc/acc dual τλητικά̱ , τλητικός patient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικώτερον — τλητικός patient adverbial comp τλητικός patient masc acc comp sg τλητικός patient neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικόν — τλητικός patient masc acc sg τλητικός patient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικώτατα — τλητικός patient adverbial superl τλητικός patient neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοῖς — τλητικός patient masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοί — τλητικός patient masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοῦ — τλητικός patient masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικωτάτης — τλητικός patient fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικῶς — τλητικός patient adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)